- γεωγραφικῶν
- γεωγραφικόςgeographicalfem gen plγεωγραφικόςgeographicalmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek
χαρτογραφία — Επιστήμη που αποβλέπει στην απεικόνιση επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, σε σμίκρυνση, ενός μέρους ή όλης της γήινης επιφάνειας. Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… … Dictionary of Greek
Μερκάτωρ, Γεράρδος — (Gerhardus Mercator, Ρουπελμόντε, Φλάνδρα 1512 – Ντούισμπουργκ 1594). Εκλατινισμένη ονομασία του Φλαμανδού χαρτογράφου και γεωγράφου Γκέρχαρντ Κρέμερ (Gerhard Kremer). Υπήρξε ο πρώτος που έδωσε μία συστηματοποίηση στις εκτεταμένες γεωγραφικές και … Dictionary of Greek
Ράιμερ, Ντίτριχ — (Reimer, 1818 – 1899). Γερμανός εκδότης. Το 1847 διεύθυνε τον κλάδο των καλλιτεχνικών και γεωγραφικών εκδόσεων του εκδοτικού οίκου του πατέρα του, που βρισκόταν στη Λιψία. Ο εκδοτικός αυτός οίκος, αφού μεταβλήθηκε σε ανώνυμη εταιρεία (1919)… … Dictionary of Greek
Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray … Wikipédia en Français
CNOSSUS — I. CNOSSUS in primo γεωγραφικῶν τῆς Α᾿σίας citatur ab Apollonii Scholiaste, in l. 4. ubi ait, Aegyptios esse omnium antiquissimos. Vossius, de Hist. Graec. l. 3. p. 346. II. CNOSSUS vide Gnossus … Hofmann J. Lexicon universale
αεροχείμαρρος — Οριζόντιο ρεύμα αέρα που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους, των οποίων η ένταση μεταβάλλεται συνεχώς και σε σχετικά μικρές αποστάσεις. Η ένταση και η συνεχής μεταβολή των ανέμων προκαλούν στροβιλοειδή ροή του αέρα και αναταράξεις στα αεροπλάνα… … Dictionary of Greek